To Σκοτεινό Δάσος (The Dark Forest)   Leave a comment

ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΔΑΣΟΣ

 π

αλιά, σε ένα κόσμο φαντασίας και ονείρου, όπου βασίλευαν οι προλήψεις και η αμάθεια, σε έναν κόσμο γεμάτο ανησυχία και φόβο στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων δημιουργήθηκε  ένας τρομακτικός μύθος, ο μύθος του σκοτεινού δάσους. Σε μία πόλη αυτού του βασιλείου που μιλάμε, γνωστή με το όνομα Λέιλον, υπήρχε αρκετά κοντά ένα αρχαίο, πολύ ηλικιωμένο και απροσπέλαστο δάσος για τους εμπόρους και κάθε λογής περαστικό της περιοχής .Το όνομα που είχε αρχικά ήταν <<Δάσος της Χαράς>>, όμως με τα χρόνια και τις φήμες που άρχισαν να κυκλοφορούν το όνομά του άλλαξε, το ίδιο και οι διαθέσεις των ανθρώπων προς αυτό. Κανείς πια δεν πήγαινε να κυνηγήσει εκεί, κανείς δεν πήγαινε βόλτα, οι έμποροι έπαιρναν άλλο δρόμο, πιο μακρινό για να κατευθυνθούν στον προορισμό τους, τα παιδιά δεν έπαιζαν πια εκεί και γενικά όλοι το απέφευγαν.

Γιατί όμως αυτή η τραγική αλλαγή? Τι έγινε και άλλαξε την στάση των ανθρώπων με τα χρόνια και έφερε το ωραίο αυτό δάσος σε δυσμένεια? Μήπως ήταν οι φήμες για τα μαγικά δέντρα που με τα κλαδιά τους χτύπαγαν τους ανθρώπους, οι άγριες κραυγές από ζώα που φαίνονταν επικίνδυνα ή μήπως η εμφάνιση μαγικών πλασμάτων που ήρθαν πριν λίγα χρόνια? Μάλλον όλα μαζί συντέλεσαν σε αυτή την απόφαση των κατοίκων της διπλανής πόλης, να το αποφεύγουν και να συνεχίζουν να διαδίδουν τις….”φήμες”. Ο παππούς απομακρύνθηκε από το τζάκι και πήγε προς το δωμάτιό του, αλλά ο μικρός Μαρκ ποτέ δεν ξέχασε αυτή την υπέροχη ιστορία του παππού του για το κοντινό τους δάσος και κάθε βράδυ του ζητούσε να την κάνει ακόμα καλύτερη και ακόμα καλύτερη, βάζοντας τον παππού να αυτοσχεδιάσει για να ευχαριστήσει τον μικρό εγγονό του. Τα χρόνια πέρασαν και ο παππούς έφυγε να εξερευνήσει άλλα μέρη, όμοια με αυτά που έφτιαχνε για να ζει ο μικρός τότε Μαρκ, και ο εγγονός του μεγάλωσε, άλλαξε, έγινε άντρας και μάλιστα γενναίος και δυνατός, μα ποτέ δεν έβγαλε από το μυαλό του το …”Σκοτεινό Δάσος”.

Ο Μαρκ ξύπνησε το πρωί, φόρεσε την καθημερινή του φορεσιά για το κυνήγι και περίμενε και τους υπόλοιπους κυνηγούς να έρθουν. Σήμερα όπως και κάθε χρόνο αυτή τη μέρα οι κυνηγοί της πόλης πήγαιναν να αναμετρηθούν με τα πλάσματα του δάσους, να προσπαθήσουν να φέρουν ένα δείγμα σαν λάφυρο πίσω για να πανηγυρίσουν αυτή τη νίκη ενάντια στο αφύσικο που κυβερνούσε τα βράδια. Πριν τελειώσει με το ντύσιμο αποφάσισε να φορέσει την οικογενειακή πανοπλία, μιας και ήταν η πρώτη του φορά που θα συμμετείχε στο κυνήγι ήθελε να έχει την πατροπαράδοτη πανοπλία, αυτή που κάθε πατέρας πολεμιστής κληροδοτούσε στον γιό του. Πήρε το ακόντιο, ένα κοντό σπαθί και ήταν έτοιμος, η μέρα είχε φτάσει και ανυπομονούσε να ξεκινήσει μαζί με τους υπόλοιπους για την περιπέτεια.

Κάθε χρόνο τα τελευταία 20 χρόνια διεξαγόταν αυτό το έθιμο, όμως ποτέ δεν είχε καταφέρει να αιχμαλωτίσει ή να σκοτώσει κανείς κανένα περίεργο θηρίο ή πλάσμα, το μόνο που κατάφερναν ήταν να γυρνάνε με άδεια χέρια ή στην καλύτερη περίπτωση με κάποιο μικρό θήραμα όπως είναι ο λαγός. Κάθε χρόνο όμως ήλπιζαν πως κάτι θα γινόταν και κάποιος θα ήταν τυχερός να πιάσει κάτι, οτιδήποτε αφύσικο που θα το πανηγύριζαν και θα ξεγελούσαν τους φόβους τους και τις ανησυχίες τους για το σκοτεινό δάσος. Είκοσι κυνηγοί ετοιμάστηκαν φέτος, όλοι νεαροί σε ηλικία, μόνο 4 ήταν πιο έμπειροι και είχαν ξαναπάρει μέρος στο μεγάλο κυνήγι της χρονιάς όπως το έλεγαν. Η πόλη γέμισε από κόσμο στους δρόμους, όλοι συνωστίζονταν να δουν τους φετινούς υποψήφιους, τους πολεμιστές που θα αποδείκνυαν την ύπαρξη των πλασμάτων αλλά και θα απομυθοποιούσαν την δύναμη τους και τον φόβο που προκαλούσαν στους κατοίκους της Λέιλον. Όλοι ίππευαν άλογα, κάθε ένας είχε και τα όπλα που χρησιμοποιούσε στο κυνήγι, άλλος τόξο, άλλος ακόντιο, άλλος διάφορα όπλα, ανάλογα τις ικανότητες του καθενός. Τα άλογα χλιμίντριζαν, ο κόσμος φώναζε και τραγουδούσε και οι κυνηγοί σοβαροί περίμεναν το σινιάλο να ξεκινήσουν προς το δάσος. Οι κανόνες ήταν απλοί, από τη στιγμή που θα δοθεί το σινιάλο είχαν στην διάθεση τους μέχρι την δύση του ηλίου να γυρίσουν, κάνεις δεν μπορούσε να δει μέσα στο δάσος όταν όλα ήταν θεοσκότεινα και κανείς δεν μπορούσε να βοηθήσει τον άλλο αν κάτι παρουσιαζόταν. Έπρεπε όλοι να γυρίσουν πίσω και ας μην είχαν πιάσει τίποτα, δεν έπρεπε να το ρισκάρουν στο σκοτάδι.

Το κέρας ήχησε και το σινιάλο δόθηκε, όλοι προσευχήθηκαν για ένα καλό και αναίμακτο κυνήγι. Οι είκοσι ιππείς ξεκίνησαν, βίτσισαν τα άλογά τους και άρχισαν να τρέχουν προς την κατεύθυνση τους δάσους. Η αναμονή είχε κρατήσει πολύ και ο Μαρκ τώρα απολάμβανε αυτή τη στιγμή, την στιγμή που όλα άρχιζαν, που το παραμύθι και οι ιστορίες του παππού του θα γίνονταν πραγματικότητα, θα έμπαινε επιτέλους στο δάσος, θα πέρναγε τα όρια της φήμης και θα ζούσε αυτή τη στιγμή. Ακόμα και  τίποτα να μην έβλεπε ήξερε ότι θα είχε πραγματοποιήσει ένα όνειρο….αυτά σκεφτόταν και κάλπαζε όταν άκουσε τους πρώτους κυνηγούς να φτάνουν στην είσοδο του δάσους και να φωνάζουν στους υπόλοιπους να μαζευτούν γύρω τους, οι έμπειροι θα καθοδηγούσαν μέσα στο δάσος από τα μονοπάτια που είχαν χαράξει και οι πιο παλιοί πριν από αυτούς. Σε λίγα λεπτά όλοι συγκεντρώθηκαν στην είσοδο, πάνοπλοι και έτοιμοι να εισχωρήσουν στο δάσος, ένα μέρος που όλους τους φόβιζε. Η στιγμή είχε φτάσει, κανείς πια δεν έδειχνε χαρούμενος και ήρεμος, όλοι ήταν αμίλητοι, ήξεραν ότι το ταξίδι τώρα ξεκινούσε, τώρα θα ξεπερνούσαν τον φόβο τους και θα μάθαιναν την αλήθεια. Οι αρχηγοί έβγαλαν ένα σχέδιο δράσης και χώρισαν τέσσερις ομάδες των πέντε ατόμων όπου σε κάθε ομάδα υπήρχε και από ένας έμπειρος ιχνηλάτης ώστε άμα χαθούν μέσα στο δάσος να βρει την άκρη ακολουθώντας τα ίχνη και να επιστρέψει την ομάδα πίσω στην είσοδο, όπου έδωσαν ως χρονικό σημείο συνάντησης λίγο πριν τη δύση του ηλίου.

Δύο ώρες είχαν περάσει και η ομάδα του Μαρκ είχε εισχωρήσει βαθιά μέσα στο δάσος, κινούνταν αργά και ερευνούσαν κάθε ήχο και θόρυβο που άκουγαν. Τα δέντρα ήταν πελώρια και έδειχναν πολύ μεγάλα σε ηλικία, πέρα από το μονοπάτι που είχε δημιουργηθεί από τα άλογα που έρχονταν κάθε χρόνο όλη η βλάστηση γύρω από αυτό ήταν απείραχτη και το τοπίο θύμιζε έντονα παρθένο δάσος, λες και ποτέ δεν είχε περάσει άνθρωπος, όλα φαίνονταν φυσιολογικά και τόσο ήρεμα που αυτή η ηρεμία τους προκαλούσε μία ανατριχίλα στο σβέρκο τους. Η ώρα περνούσε και τίποτα δεν εμφανιζόταν, η ομάδα άρχισε να χαλαρώνει και να κάνει τα πρώτα σχόλια.

«Δεν νομίζω να εμφανιστεί τίποτα σε αυτό το καταραμένο μέρος» …είπε ένας κυνηγός από την ομάδα του Μαρκ και όλοι συμφώνησαν, ήταν μεσημέρι και τα θηρία κοιμόντουσταν.

« Θα προχωρήσουμε λίγο ακόμα και μετά θα κάνουμε στάση να ξεκουράσουμε λίγο τα άλογα και να ετοιμάσουμε ένα σχέδιο για τις ώρες που απομένουν μέχρι τη δύση», είπε ο αρχηγός της ομάδας.

Όλοι συμφώνησαν και πάλι και συνέχισαν να προχωράνε. Ο Μαρκ είχε κουραστεί και είχε απογοητευτεί, έβλεπε πως το δάσος που ήταν όλο μυστικά στην παιδική του ηλικία δεν είχε να του δείξει τίποτα, τίποτα που να τον φοβίσει, τίποτα που να δικαιολογεί αυτά που του έλεγε ο παππούς του, τίποτα που να τον κρατάει σε εγρήγορση, ήταν απλά ένα δάσος σαν όλα τα άλλα σκέφτηκε. Την στιγμή που έκανε αυτή τη σκέψη ακούστηκε ένα χλιμίντρισμα αλόγου, αλλά όχι όπως το συνηθισμένο ήχο που κάνει το άλογο, ήταν παρατεταμένο και τραχύ, όλοι γύρισαν προς τη μεριά που ακούστηκε.

-Πάμε να το ελέγξουμε είπε ο αρχηγός, μπορεί να είναι κάτι ή μπορεί να είναι και μία από τις ομάδες που έχασε το δρόμο της, να τους βοηθήσουμε να προχωρήσουν

-Δεν φάνηκε φυσιολογικό χλιμίντρισμα, είπε ένας σύντροφος τους, και οι υπόλοιποι κοιτάχτηκαν διότι και σε αυτούς δεν είχε φανεί φυσιολογικό.

-Ό,τι και να’ ναι πρέπει να πάμε να το ελέγξουμε, είπε ο αρχηγός, γι’ αυτό ήρθαμε εδώ, μην δειλιάζετε τώρα!

Όλοι υπάκουσαν και κινήθηκαν πιο κοντά προς την κατεύθυνση που ακούστηκε ο περίεργος αυτός ήχος. Ο ιχνηλάτης πήγε μπροστά για να ελέγξει το μέρος για τυχόν ίχνη ή σημάδια σπασμένων κλαδιών, μόλις έφτασαν στο σημείο που υπολόγιζαν ότι άκουσαν αυτόν τον ήχο. Έψαξε αλλά μάταια, δεν μπορούσε να βρει τίποτα άλλο πέρα από πατημασιές από άλογα, πράγμα περίεργο μιας και ήταν οι μόνοι στο δάσος με άλογα, αυτοί και οι άλλες ομάδες που βρίσκονταν κάπου εκεί κοντά. Άρα σκέφτηκαν ότι απλά κάποια ομάδα θα παραστράτησε και πέρασε κοντά τους χωρίς να τους αντιληφθεί και συνέχισαν. Προχωρούσαν ακόμα πιο βαθιά και σε πιο απόμερα μέρη, που ήταν γεμάτα από δέντρα, τόσο πυκνή φυτρωμένα που αναγκάστηκαν να κατέβουν από τα άλογα και να προχωρήσουν πεζοί δίπλα τους. Είχαν πάντα τα όπλα στα χέρια τους έτοιμα και ήταν σε υπερένταση περιμένοντας ανά πάσα στιγμή την εμφάνιση κάποιου πλάσματος ή το άκουσμα κάποιου ήχου περίεργου. Καθώς προχωρούσαν διέκριναν ένα ξέφωτο σε κυκλικό σχήμα, στο οποίο δεν είχε φυτρώσει τίποτα, μόνο γύρω του είχε βλάστηση. Σταμάτησαν και το έλεγξαν αλλά δεν βρήκαν τίποτα το αξιοπερίεργο.

Ξαφνικά ακούστηκε μία ανθρώπινη φωνή που φώναξε βοήθεια, όλοι έστρεψαν τα κεφάλια τους προς την κατεύθυνση αυτή! Η φωνή ήταν γνώριμη, ήταν ο Μπάλικ, ένας από τους τέσσερις έμπειρους κυνηγούς που είχαν αναλάβει επικεφαλής. Όλοι ανέβηκαν στα άλογα και με πολεμικές ιαχές ξεκίνησαν να τον βρουν. Όσο προχωρούσαν άκουσαν και άλλες φωνές και φασαρία να γίνεται. Έφτασαν αρκετά γρήγορα και βρήκαν τους συντρόφους τους να παλεύουν με κλαδιά δέντρων, τα οποία όπως έλεγε και ο μύθος, είχαν ξυπνήσει και έδιωχναν τους παρείσακτους από αυτό το δάσος. Πλησίασαν και άρχισαν να τα χτυπάνε και αυτοί με τα σπαθιά και τα κοντάρια ώστε να αφήσουν τον πληγωμένο σύντροφό τους τον οποίο είχε πιάσει ένα δέντρο και τον κράταγε ψηλά ενώ ταυτόχρονα τον πλήγωνε χτυπώντας τον στον κορμό του. Το δέντρο παρότι πληγωνόταν δεν έδειχνε ότι αισθάνεται τίποτα, τουλάχιστον δεν έδειχνε ότι τα χτυπήματα μείωναν την μανία με την οποία κρατούσε και χτυπούσε τον σύντροφό τους.

Ο Μαρκ ξεπέζεψε από το άλογο και πήρε φόρα να σκαρφαλώσει στο δέντρο, η ιδέα του δεν ήταν άσχημη και σε λίγο βρισκόταν κοντά στο κλαδί που κρατούσε τον Μπάλικ. Φώναξε και ζήτησε ένα τσεκούρι από τους συντρόφους του, ένας τον πλησίασε και του το έδωσε. Ο Μαρκ το σήκωσε, σημάδεψε και έκοψε το κλαδί ελευθερώνοντας έτσι τον κυνηγό, ο οποίος έπεσε στο έδαφος. Αμέσως όλοι έτρεξαν να τον βοηθήσουν, τον ανέβασαν σε ένα άλογο όπως ήταν πληγωμένος και φώναξαν του Μαρκ να κατέβει κάτω να φύγουν. Η ώρα είχε περάσει και κανείς δεν το είχε παρατηρήσει, τώρα θα ξεκινούσαν τα περίεργα φαινόμενα στο δάσος και δεν ήθελαν να το ρισκάρουν μένοντας εκεί. Ο Μαρκ ξεκίνησε την κατάβαση αλλά καθώς έφτανε στο κατάλληλο σημείο να πηδήξει,…..τα κλαδιά ενός διπλανού δέντρου τον άρπαξαν και τον πήραν μακριά, μακριά από τα μάτια των υπολοίπων κυνηγών. Τον μετέφεραν από το ένα δέντρο στο άλλο με γρήγορες κινήσεις, τόσο γρήγορες που οι σύντροφοί του δεν μπορούσαν να τον ακολουθήσουν…

Η φωνή του ακουγόταν συνέχεια που ζητούσε βοήθεια, όλοι ήθελαν να βοηθήσουν αλλά είχαν παγώσει, δεν μπορούσαν να το ρισκάρουν να περάσει και άλλο η ώρα από τη στιγμή που έβλεπαν να γίνεται αυτό ενώ ήταν ακόμα στην αρχή της δύσης του ηλίου. Ο αρχηγός της μίας ομάδας και ο πιο έμπειρος από όλους γύρισε και τους κοίταξε:

-Δεν γίνεται να μείνουμε άλλο εδώ, πρέπει να γυρίσουμε πίσω και αύριο μόλις ξημερώσει θα οργανώσουμε ομάδα αναζήτησής του, ας ελπίσουμε ότι θα έχει αποτέλεσμα, αλλά δεν γίνεται να ρισκάρουμε όλοι οι άντρες αυτή τη στιγμή, δεν ξέρουμε πόσο πιο άσχημα μπορεί να γίνουν τα πράγματα.

Και έτσι, μαζεύτηκαν όλοι σε σχηματισμό και πήραν τον βαρύ δρόμο της επιστροφής, σκεφτόμενοι τον άτυχο Μαρκ που τον πήραν τα δέντρα. Ποια τύχη του επιφύλασσαν οι θεοί, ποιοι δαίμονες θα τον βασάνιζαν σε αυτό το καταραμένο δάσος? Έπρεπε να γυρίσουν με το πρώτο φως της ημέρας να τον αναζητήσουν, ευχόμενοι να μην ήταν πολύ αργά…

Σε λίγες ώρες είχαν φτάσει στην είσοδο του δάσους, ιδρωμένοι και ταλαιπωρημένοι από το τρέξιμο και την τρομάρα που είχαν πάρει με αυτά που είδαν, στεναχωρημένοι για τον σύντροφό τους που δεν μπόρεσαν να τον βοηθήσουν. Τα νέα μαθεύτηκαν αμέσως στην πόλη, όλοι οι κάτοικοι ανησύχησαν με την τροπή αυτή που πήρε το κυνήγι αυτή τη φορά, και πήγαν στον άρχοντα της πόλης ο οποίος ετοίμαζε απόσπασμα για την διάσωση του Μαρκ. Εθελοντές ήρθαν από παντού από την πόλη, όλοι γενναίοι άντρες που έψαχναν για περιπέτεια και δράση. Το απόσπασμα ετοιμάστηκε μέσα σε μία ώρα και περίμενε εντολές από τον άρχοντα να ξεκινήσουν. Το φως του ήλιου θα έδινε το σήμα και για δεύτερη φορά η πόλη θα έστελνε άτομα σε αυτό το καταραμένο δάσος μέσα σε μία μόλις ημέρα.

Όσο οι ετοιμασίες γίνονταν στην πόλη, ο Μαρκ είχε συνέρθει από ώρα, διότι είχε λιποθυμήσει από τα χτυπήματα των κλαδιών κατά τη μεταφορά του. Γύρω του βρισκόταν χώμα, και κοιτώντας το τοπίο κατάλαβε ότι βρισκόταν στο κυκλικό ξέφωτο που είχε δει με τους συντρόφους του νωρίτερα, πριν ξυπνήσουν τα δέντρα και δεχθούν επίθεση. Σηκώθηκε ανήσυχος, δεν ήξερε που είναι οι σύντροφοί του και δεν ήξερε τι είχε να αντιμετωπίσει μόνος του καθώς ήταν σε αυτό το αφιλόξενο μέρος, δεν ήξερε τι παράξενα πράγματα μπορούσαν να συμβούν. Το σκοτάδι ήταν απροσπέλαστο, προχωρούσε χωρίς να διακρίνει που πάει, είχε μόνο στο νου του τον προσανατολισμό που είχε πάρει με την ομάδα του όταν πέρασαν από εδώ, αλλά δεν ήξερε και δεν μπορούσε μέσα στη νύχτα να υπολογίσει την ακριβή κατεύθυνση για το γυρισμό. Προχωρούσε αρκετή ώρα, σκοντάφτοντας σε κλαδιά και πέτρες, πηγαίνοντας στα τυφλά και ελπίζοντας ότι το ένστικτό του δεν θα τον προδώσει. Ξαφνικά μία ακτίνα φωτός εμφανίστηκε και έπεσε ακριβώς πάνω του τυφλώνοντάς τον, ένας κρότος ακούστηκε και η ακτίνα άρχισε να χάνει ένταση, άρχισε να προσπαθεί να ηρεμήσει τα μάτια του από το απότομο φώς και να κοιτάξει προς την κατεύθυνση από την οποία ήρθε το φως. Σε λίγα δεύτερα διέκρινε θολά μία φιγούρα ανθρώπινη αλλά αρκετά ψηλή, του έκανα εντύπωση το ύψος και ότι καθόταν ακίνητη ενώ σίγουρα τον διέκρινε. Κοίταξε γύρω του και….έμεινε με το στόμα ανοιχτό!! Γύρω του είχε περίπου 10-20 πλάσματα τα οποία είχαν ανθρώπινο σώμα από την μέση και πάνω ενώ το υπόλοιπο ήταν σώμα αλόγου, δεν μπορεί, αυτά ήταν μυθικά πλάσματα, οι γνωστοί κένταυροι! Ανθρωπόμορφα πλάσματα τα οποία έμεναν σε βουνά ή σε αυτοσχέδιους οικισμούς στα δάση, και όμως αυτός τα έβλεπε μπροστά του. Άρχισε να τα επεξεργάζεται, ήταν αρκετά ψηλά όντα και είχαν δυνατό και γυμνασμένο κορμί, μακριά μαλλιά και κρατούσαν δόρατα στα χέρια τους, μόνο ένας ήταν άοπλος, κρατούσε ένα μεγάλο ραβδί, από το οποίο πρέπει να προήλθε η ακτίνα φωτός που δέχτηκε πριν λίγο. Όλοι τον κοιτούσαν ψυχρά, χωρίς περιέργεια, άρα είχαν ξαναδεί άνθρωπο σίγουρα, μόνο αυτός με το ραβδί που ξεχώριζε τον επεξεργαζόταν έντονα, έκανε νεύμα στους γύρω να μην πλησιάσουν, εκείνος όμως ήρθε κοντά του, τόσο κοντά που ένιωθε την ανάσα του πάνω του, τον κοίταξε και είπε:

-Kαλώς όρισες ξένε στο δάσος των Κενταύρων! Εδώ είναι η περιοχή μας, ο τόπος μας, και σήμερα βεβηλώθηκε πάλι από τους ασεβείς ανθρώπους, καταστροφείς των πάντων γύρω μας. Ο τρόπος που μιλούσε ήταν ήρεμος, δεν έδειχνε μίσος, απλά μία δυσφορία, μάλλον για το είδος μου.

-Έρχομαι ειρηνικά άρχοντα των κενταύρων, δεν γνώριζα ότι το δάσος ανήκει σε εσάς. Ήταν η πρώτη σκέψη που μου ήρθε στο μυαλό, έπρεπε να μην φανώ ασεβής και να δείξω ότι αναγνωρίζω την κυριαρχία τους εδώ.

-Μιλάς σωστά άνθρωπε, και είσαι από ευγενική γενιά, αυτό δείχνει η συμπεριφορά σου, όμως θα πρέπει να έρθεις μαζί μας, να σε πάμε στο χωριό μας. Εκεί θα μπορέσουμε να μιλήσουμε καλύτερα.

Αυτό είπε και αμέσως δύο κένταυροι τον έπιασαν και του έδειξαν ότι πρέπει να πάει μαζί τους. Δεν τον είχαν δέσει αλλά θα του ήταν πολύ δύσκολο να ξεφύγει τρέχοντας από τα τετράποδα αυτά πλάσματα και εκείνοι το ήξεραν, γι’ αυτό και δεν έδωσαν σημασία. Οι κένταυροι που τον συνόδευαν δεν μιλούσαν καθόλου, ούτε καν μεταξύ τους, απλά τον έλεγχαν με τα μάτια και τον καθοδηγούσαν με σπρωξίματα. Τους παρατήρησε καλύτερα και άρχισε να σκέφτεται τις ιστορίες που άκουγε χρόνια, ότι κανείς δεν γυρίζει πίσω αν τον πιάσουν τα πλάσματα του δάσους, ότι κανείς δεν μπορεί να τους ξεφύγει και άρχισε να συνειδητοποιεί ότι δεν είχε σκεφτεί μέχρι τότε την άσχημη θέση στην οποία βρισκόταν. Ο κίνδυνος που διέτρεχε ήταν μεγάλος και έπρεπε να δει τι σκοπό έχουν με εκείνον από την στιγμή που τον αιχμαλώτισαν.

Όσο  έκανε τις σκέψεις του φτάσανε σε ένα σημείο μπροστά από μία μεγάλη πέτρα όπου δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο αλλά όλοι σταμάτησαν μπροστά της. Ο αρχηγός-μάγος τους είπε κάποια λόγια και ξαφνικά η πέτρα έγινε διάφανη, ένα πέρασμα εμφανίστηκε και μπορούσα να δω από την άλλη μεριά. Μπορούσε να διακρίνει πλούσια δέντρα, στολισμένα με τα άνθη τους, ένα πλατύ ποτάμι να περνάει και γύρω του διάφορα ζώα έπιναν νερό, τέσσερις κένταυροι περίμεναν στην ‘απέναντι’ όχθη να περάσουνε. Ο αρχηγός έκανε πρώτος την κίνηση και βυθίστηκε στο διάφανο πέρασμα του βράχου, ακολούθησαν οι υπόλοιποι και τελευταίος εγώ με την συνοδεία μου. Ήταν λες και πέρασε μέσα από μία κουρτίνα, ένιωσε αυτό το λεπτό στρώμα αέρα τόσο ανάλαφρα να τον καλύπτει και… αμέσως βρέθηκε στην άλλη μεριά. Οι κένταυροι επικοινώνησαν στην δικιά τους γλώσσα γρήγορα και κατάλαβε ότι αναφέρονταν σε εκείνον, μετά είδε τον αρχηγό να τον κοιτάει και έδωσε εντολή να προχωρήσουνε. Μέτα από λίγη ώρα βρέθηκε σε ένα χωριό, περίεργα χτισμένο, και γεμάτο από κένταυρους, θηλυκούς, ακόμα και μικρά παιδιά. Τον οδήγησαν στον καταυλισμό του αρχηγού τους όπου και τον άφησαν με δύο φύλακες. Ήταν μία μεγάλη σκηνή, γεμάτη καρπούς και δέρματα ζώων, δοχεία με μέλι και πολλά φρούτα. Η αναμονή του δεν ήταν μεγάλη, ο αρχηγός-μάγος που του μίλησε στο δάσος έφτασε και έκανε νόημα στους φρουρούς να φύγουν και να τους αφήσουν μόνους τους.

-Δεν είσαι ο πρώτος άνθρωπος που έρχεται εδώ, πολλοί πριν από εσένα ήρθαν και θα έρχονται, όλοι όμως έχουν δίκαια μεταχείριση και όλοι έχουν το δικαίωμα της επιλογής.

-Δεν καταλαβαίνω άρχοντα τι μου λες, εγώ δεν είδα στο χωριό άλλον άνθρωπο, τι ακριβώς έγινε με τους προηγούμενους και ποια θα είναι η μοίρα μου στο χωριό σας?

-Και όμως, είδες και άλλους ανθρώπους, αλλά δεν γνωρίζεις ότι είναι άνθρωποι. Η επιλογή πάντα είναι μία, ζεις μαζί μας ένα διάστημα και αν σου αρέσει μένεις μαζί μας, αλλιώς επιστρέφεις πίσω στο γένος σου, στην δικιά σου φυλή.

-Άρχοντα είσαι σπλαχνικός και δίκαιος, αλλά δεν καταλαβαίνω κάτι, αν αυτή η επιλογή δόθηκε και σε άλλους ανθρώπους γιατί δεν επέστρεψε ποτέ κανείς πίσω να μας πει τι έγινε?

-Διότι αυτή η διάσταση είναι μαγική, όσοι μένουν γίνονται κένταυροι, μεταμορφώνονται, αλλά και όσοι επιστρέφουν, επιστρέφουν χωρίς τις μνήμες τους, γι’ αυτό και δεν υπήρξε ποτέ αναφορά για εμάς στο δάσος. Μόνο φήμες για μαγικά πλάσματα, ότι μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους από τους θορύβους που άκουγε. Μείνε μαζί μας και ζήσε σαν και εμάς, δες την φύση και αγάπα την απλή και λιτή ζωή μας, αν δεν σου αρέσει η επιλογή είναι δική σου.

Οι μέρες πέρασαν και ο Μαρκ άρχισε να συνηθίζει τους κένταυρους, να κυνηγάει μαζί τους, να κάνει αγώνες, να φροντίζει την γη και να παρατηρεί όλες τις συνήθειές τους. Την λιτότητα στις ανάγκες τους, την φροντίδα των ομοίων τους, την προστασία που έδειχναν σε όλα τα πλάσματα, στιγμή δεν σκέφτηκε την παλιά του ζωή, τόσο συνεπαρμένος ήταν από την ομορφιά που αντίκριζε. Ως που μια μέρα ήρθε ο άρχοντας στην σκηνή του και τον ρώτησε τι έχει αποφασίσει, αν θα μείνει μαζί τους ή αν θα επιστρέψει στην φυλή του. Ο Μαρκ στιγμιαία κοντοστάθηκε αλλά του απάντησε πως όσο και να του λείψουν οι δικοί του άνθρωποι αυτή η μαγεία που έχει ζήσει εδώ θέλει να είναι μόνιμη, θα έμενε μαζί τους. Τότε ο άρχοντας του είπε να πάει στο ποτάμι και να κολυμπήσει, έτσι θα ολοκληρωνόταν το τελετουργικό και θα αποτελούσε έπειτα μέρος της νέας φυλής του και αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του κόσμου. Ο Μαρκ τον άκουσε και πήγε στην όχθη, βούτηξε και κολύμπησε για λίγο, μόλις ο άρχοντας τον διέταξε να βγει ανακάλυψε πως η κίνησή του γινόταν εύκολα, κοιτάχτηκε και είδε ότι είχε τέσσερα πόδια, είχε γίνει και αυτός ένας κένταυρος, ένα μυθικό πλάσμα από τις ιστορίες του παππού του.

Την ίδια στιγμή στην Λέιλον το όνομα του Μαρκ ακουγόταν σε κάθε στενό, σε κάθε μαγαζί, σε κάθε ταβέρνα, και ήταν το παράδειγμα για όλους πως το τελευταίο κυνήγι έγινε πριν 10 χρόνια και γι’ αυτό δεν ξαναέγινε από τότε, διότι το απόσπασμα ποτέ δεν βρήκε τον Μαρκ, διότι οι μέρες που εκείνος πέρασε με την φυλή των κενταύρων σε εκείνη την διάσταση μετριόταν διαφορετικά στον χρόνο από ότι ήταν η ζωή στην πόλη του, στον δικό του κόσμο. Στον δικό του κόσμο ήταν ένας πρόσφατος θρύλος δέκα χρόνων και ένα ακόμα θύμα του σκοτεινού δάσους, ενώ γι’ αυτόν ήταν ένα νέο μέλος σε έναν κόσμο που τώρα ανακάλυπτε, έναν κόσμο μαγικό, γεμάτο ομορφιά και φαντασία, έναν κόσμο που ο παππούς του τον διηγιόταν χρόνια πριν και εκείνος τον ζούσε.

©agelos stefanopoulos, vagelis petikas and https://literartworld.wordpress.com, 2011. Unauthorized use and/or duplication of this material without express and written permission from this blog’s author and/or owner is strictly prohibited. Excerpts and links may be used, provided that full and clear credit is given to agelos stefanopoulos and vagelis petikas and https://literartworld.wordpress.com with appropriate and specific direction to the original content.


Posted April 15, 2011 by agelos stefanopoulos

Leave a comment